- ῥιγῇ
- ῥῑγῇ , ῥιγέωshudderpres subj mp 2nd sgῥῑγῇ , ῥιγέωshudderpres ind mp 2nd sgῥῑγῇ , ῥιγέωshudderpres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥίγη — ῥί̱γη , ῥῖγος frost neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥί̱γη , ῥῖγος frost neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥί̱γη , ῥιγέω shudder pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ῥί̱γη , ῥιγέω shudder imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπίαλος — ἠπίαλος, ό (Α) 1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες 2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση τού πυρετού 3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης 4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος +… … Dictionary of Greek
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
αναγριτσιάζω — 1. συστέλλομαι, μαζεύω 2. ανατριχιάζω 3. έχω ρίγη από τον πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γριτσιάζω] … Dictionary of Greek
βρογχίτιδα — Ασθένεια του αναπνευστικού συστήματος που προσβάλλει κυρίως τον βλεννογόνο υμένα των βρόγχων. Οι αιτίες που την προκαλούν είναι πολλές. Προέρχεται κυρίως από λοίμωξη που προκαλεί ο ιός της γρίπης, της ιλαράς, του κοκίτη και πολλών άλλων νοσημάτων … Dictionary of Greek
ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… … Dictionary of Greek
επιλόχειος — Λοιμώδης πάθηση, η οποία εμφανίζεται με πυρετό κατά την περίοδο της λοχείας της γυναίκας. Ο πυρετός, του οποίου προηγούνται ρίγη, εμφανίζεται την 3η ή την 4η ημέρα μετά τον τοκετό. Η ασθενής αισθάνεται μεγάλη αδιαθεσία με κοιλιακούς πόνους. Η… … Dictionary of Greek
επιρριγώ — ἐπιρριγῶ, έω και όω (Α) [ριγώ] έχω κατόπιν ρίγη πυρετού, ανατριχίλες … Dictionary of Greek
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
ηπιαλώδης — ἠπιαλώδης, ῶδες (Α) [ηπίαλος) φρ. «ἠπιαλώδης πυρετός» (πυρετός με ρίγη, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek